- δωρεά
- τὸ δῶρον / ἡ δωρεά дар, подарок (→ Фе(о)дор, Дорофей, ср. Досифей, Феодосии); adv. δωρεάν ≃даром
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
δωρεά — δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc/acc dual (ionic) δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρεᾷ — δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… … Dictionary of Greek
δωρεά — η ό,τι προσφέρεται χωρίς αμοιβή ή ανταπόδοση: Έκανε δωρεά το αρχοντικό της στο δήμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωρεάν — δωρεά gift indeclform (adverb) δωρεά̱ν , δωρεά gift fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρεᾶι — δωρεᾷ , δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρεάς — δωρεά̱ς , δωρεά gift fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρεήν — δωρεά gift ionic (indeclform adverb) δωρεά gift fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρεαῖς — δωρεά gift fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρεαί — δωρεά gift fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρειῶν — δωρεά gift fem gen pl (attic) δωρειά fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)